- υδροπέπων
- (-όνος) ο уст. арбуз (растение и плод)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
υδροπέπων — όνος, ο, Ν (λόγιος τ.) 1. η καρπουζιά 2. το καρπούζι. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + πέπων] … Dictionary of Greek
καρπουζιά — η το φυτό «υδροπέπων»: Οι καρπουζιές θέλουν πολύ νερό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καρπούζι — το (λ. τουρκ.), ο καρπός του φυτού «υδροπέπων»: Το καρπούζι είναι υγιεινό φρούτο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)